- αὐτοφονία
- αὐτο-φονία, ἡ,A = αὐτουργία I, ib.Eu.336 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυτοφονία — αὐτοφονία, η (Α) [αυτόφονος] αυτοκτονία … Dictionary of Greek
αὐτοφονίαν — αὐτοφονίᾱν , αὐτοφονία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοφονίαις — αὐτοφονία fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)